Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2012

ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΤΗΣ... ΚΑΡΟΤΣΑΣ


Σε κάθε λακκούβα η καρότσα αγκομαχάει, μαζί της κι εμείς. Και μήπως ξέρουμε πού μας πηγαίνουν; Μας ξεσήκωσαν στα ξαφνικά από το όμορφο και άνετο σπίτι μας για να μας οδηγήσουν στο άγνωστο. Ποτέ δεν ήμουν λάτρης της τόσης περιπέτειας. Το άγνωστο το ψιλοφοβάμαι. Και τις μετακομίσεις ακόμα περισσότερο. Ε, δεν έχω κάνει και λίγες στα δώδεκα χρόνια της ζωής μου. Η πρώτη έγινε όταν με ξεσήκωσαν από τη βάση μου για να με πάνε στο ισόγειο κάποιας παλιάς διπλοκατοικίας. Η δεύτερη όταν, μαζί με τη βελτίωση της θέσης και του μισθού της, η κυρία αποφάσισε να βελτιώσει και τις συνθήκες διαμονής της. Η τρίτη σαν αποφάσισε να συγκατοικήσει με τον έρωτα της ζωής της. Η τέταρτη όταν κατάλαβε πως η ζωή της ξοδευόταν με τον συγκεκριμένο έρωτα.
Και να που σήμερα έφτασε η μέρα της πέμπτης μετακόμισης. Νομίζω πως τούτη εδώ είναι αυτή που στοίχισε περισσότερο σε όλους μας. Η κυρία έκλαιγε αρκετές μέρες μέχρι να το πάρει απόφαση κι εμάς έτρεμε το φυλλοκάρδι μας για το ποιος θα πήγαινε μαζί της και ποιος θα κατέληγε στα σκουπίδια. Τι να σας λέω τώρα. Μεγάλη αγωνία περάσαμε.
«Τι έπαθες εσύ πάλι και έβαλες τα κλάματα;» με ρωτάει ο διπλανός μου και εκείνη τη στιγμή συνειδητοποιώ πως, πραγματικά, στο κάτασπρο πρόσωπό μου κυλούν πικρά δάκρυα. «Πολύ ευσυγκίνητος είσαι».
Ναι, είμαι, δε θα το αρνηθώ. Μπορεί στη μέχρι τώρα ζωή μου να ήμουν ένα παγωμένο, άψυχο μηχάνημα, όμως βαθιά μέσα μου έχω μια ζεστή καρδιά που όλα τα συναισθάνεται και όλους τους συμπονά. Όμως αυτό το ξέρω εγώ κι εσείς. Δε θα το πούμε σε κανέναν άλλο, σύμφωνοι;
«Ε, όχι και ευσυγκίνητος», είπα με περίσσια περηφάνια και όρθωσα το ένα και ογδόντα του αναστήματός μου. «Απομεινάρια της χθεσινής απόψυξης είναι αυτά τα νερά που βλέπεις».
Ναι, καλά το καταλάβατε είμαι η αυτού μεγαλειότης το ψυγείο και, μαζί με τους συντρόφους που μου απέμειναν, κατευθύνομαι προς το καινούριο μας σπίτι.
Κοιτάζω διακριτικά γύρω μου. Κανένας δε δείχνει ευχαριστημένος. Όσο καλά κι αν προσπαθούν να το κρύψουν, όλοι διακατέχονται από την ίδια αγωνία και την ανάλογη θλίψη. Ακόμη και το πλυντήριο που μόλις με ειρωνεύτηκε, με δυσκολία συγκρατεί το δάκρυ που είναι έτοιμο να τρέξει από το ολοστρόγγυλο, τεράστιο, μοναδικό του μάτι. Ο πράσινος καναπές στην άκρη της καρότσας έχει ζαρώσει από το φόβο του και το στενόμακρο τραπέζι προσπαθεί μάταια να κρύψει τις βαθιές ρυτίδες απογοήτευσης που έχουν χαράξει την επιφάνειά του.
«Παιδιά, δεν είναι ντροπή να εκφράζουμε αυτά που νιώθουμε», δήλωσε θαρρετά η ψηλόλιγνη βιβλιοθήκη που είχε μάθει να κουβαλάει στις πλάτες της βαθυστόχαστες σκέψεις και έντονα συναισθήματα.
Την κοίταξα και ένιωσα την κατάψυξή μου να ραγίζει, έτσι γυμνή και κοκκαλιάρα που έδειχνε. Αυτή η υπεροπτική ύπαρξη, που τόσα χρόνια συνομιλούσε μόνο με φιλοσόφους και λογοτέχνες, που πάντα κέρδιζε την πιο περίοπτη θέση στο σπίτι, που έδειχνε να έχει απαντήσεις για όλα, τώρα έμοιαζε έτοιμη να σωριαστεί σε τάβλες μπροστά μας.
«Αναθεματισμένη κρίση!» έτριξε το κρεβάτι, που η όλη κατάσταση το είχε ήδη διαλύσει. «Πριν λίγο καιρό, ήμαστε όλοι τόσο ευτυχισμένοι. Τόσο τακτοποιημένοι. Και η κυρά, ξάπλωνε στην αγκαλιά μου και αποκοιμιόταν σχεδόν αμέσως με ένα χαμόγελο στα χείλη. Από τότε που έμεινε άνεργη…» η φωνή του ράγισε.
«Τι όμορφες εποχές!» μακάρισα κι εγώ. «Η κοιλιά μου ήταν πάντα γεμάτη με κάθε λογής νοστιμιές. Θυμάμαι τα τραπέζια που ετοίμαζε για τους φίλους και τα τάπερ που γέμιζε για τη γειτονιά. Και ποτέ δεν έλειπε κάποιο γλυκό για τη μικρούλα της. Τώρα…»
«Τώρα της χρησιμεύεις μόνο για να κρεμάει τους λογαριασμούς στη φάτσα σου», μούγκρισε με μια δόση κυνισμού η ταλαίπωρη κουζίνα, προσπαθώντας έτσι να κρύψει την απελπισία της. Αυτή που κάποτε ήταν το δεξί χέρι της κυράς μας, τελευταία είχε σκεβρώσει από την αχρηστία. «Τουλάχιστον εσύ χρησιμεύεις ακόμα σε κάτι», συμπλήρωσε.
«Τι πεσιμισμός είναι αυτός», διαμαρτυρήθηκε έντονα η αριστοκρατική τηλεόραση. «Όλοι είμαστε χρήσιμοι ακόμα. Και όλοι πρέπει να φανούμε δυνατοί για να στηρίξουμε την κυρία. Στα δύσκολα δοκιμάζονται οι σχέσεις».
«Η κυρά μας αυτό που έχει περισσότερη ανάγκη είναι μια δουλειά για να επιβιώσει και μια ζεστή αγκαλιά για να παρηγορηθεί. Κι εμείς, όσο κι αν την αγαπάμε, δεν μπορούμε να της προσφέρουμε τίποτα από τα δύο», είπε μελαγχολικά το πλυντήριο. «Η κρίση την έχει τσακίσει».
«Κρίση… Κρίση…» ξεφύσησε εκνευρισμένα η ηλεκτρική σκούπα. «Μα τι είναι, επιτέλους, αυτή η κρίση που την αναφέρετε συνέχεια; Εγώ τη μόνη κρίση που γνωρίζω είναι αυτή που με πιάνει στο στομάχι όταν ξεχειλίζω από σκουπίδια. Η κυρία, όμως, έχω προσέξει πως κάνει σωστή διατροφή».
«Σύμφωνα με το λεξικό», ανέλαβε να εξηγήσει η βιβλιοθήκη, «κρίση ονομάζουμε τη διατάραξη της ομαλής πορείας μιας διαδικασίας, την κακή λειτουργία δομών, αξιών και θεσμών».
«Σύμφωνα με την κατάσταση που ζούμε τα τελευταία χρόνια», είπε η τηλεόραση, «εγώ προσωπικά κρίση θα ονόμαζα την ξαφνική επίγνωση πως η ομαλή πορεία που νομίζαμε ότι ακολουθούσε η ζωή μας ήταν μια αυταπάτη. Τη συνειδητοποίηση πως οι αξίες και οι θεσμοί των λαών παίζονταν και εμπαίζονταν από δήθεν σωτήρες πάσης εθνικότητας. Πως στην πραγματικότητα η χώρα που ζούμε ήταν μόνο ένα τετραγωνάκι γαλάζιου χρώματος στο οικουμενικό επιτραπέζιο παιχνίδι «Μονόπολη» και τώρα κινδυνεύει να βγει σε πλειστηριασμό. Μαζί με τις αξίες και τους θεσμούς των ανθρώπων της. Μαζί με τα χαμόγελα και τα όνειρά τους».
Μείναμε όλοι άφωνοι να σκεφτόμαστε τα λόγια της. Είδες τι σου είναι να νταραβερίζεσαι με δημοσιογράφους από όλο τον κόσμο; Διευρύνονται οι γνώσεις σου, βρε παιδί μου, πώς να το κάνουμε; Ξέρεις από πρώτο χέρι τα βρόμικα παιχνίδια που παίζονται, άλλο αν σου κρατούν το στόμα φιμωμένο.
«Κι εσύ που, όπως φαίνεται, τα γνώριζες όλα αυτά πολύ καλά εδώ και καιρό, γιατί δεν είπες τίποτα ώστε να βοηθήσεις, αν όχι άλλον κανένα, τουλάχιστον την κυρά μας;» ρώτησε η κουζίνα, αποδίδοντάς της ξεκάθαρα τις ευθύνες που της αναλογούσαν.
«Δεν μπορούσα», απάντησε εκείνη μελαγχολικά και τσάκισε το λαιμό για να κρύψει το ένοχο πρόσωπό της. «Μπορεί να δίνω την εντύπωση της προνομιούχας, όμως δεν ήμουν τίποτα περισσότερο από μία δυστυχισμένη σκλάβα. Αν ξέρατε πόσες φορές κόντευα να εκραγώ με όλα αυτά που με ανάγκαζαν να λέω. Όμως, αν ήθελα να διατηρήσω τα προνόμιά μου, έπρεπε να σωπαίνω. Να λέω όσα ήθελαν κάποιοι άλλοι να πω. Με ανάγκασαν να γίνω κι εγώ συνεργός σε αυτό το απαίσιο παιχνίδι. Λυπάμαι».
«Λυπάσαι;» ρώτησε αγανακτισμένα η σκούπα. «Μεγάλο θράσος έχεις. Μας εξαπάτησες όλους και πας να τη βγάλεις καθαρή με ένα απλό ‘Λυπάμαι’; Αν μπορούσα, θα σε κατάπινα εδώ που βρισκόμαστε. Είσαι το μεγαλύτερο σκουπίδι από όσα έχω γνωρίσει».
Τα σκληρά της –αλλά δικαιολογημένα- λόγια υπογραμμίστηκαν από το ξαφνικό φρενάρισμα του φορτηγού. Είχαμε φτάσει στον προορισμό μας. Στριμωχτήκαμε όλοι κοντά στην έξοδο, περιμένοντας να τραβηχτούν οι μουσαμάδες, για να δούμε την καινούρια μας γειτονιά.
Το πρώτο που αντικρίσαμε ήταν την αγαπημένη μας κυρία. Στεκόταν μπροστά σε μία σκουριασμένη αυλόπορτα, έχοντας στο ένα χέρι το μικρό χεράκι της κορούλας της και στο άλλο το τρομαγμένο κουτάβι που είχε περιμαζέψει πρόσφατα από τους δρόμους. Παρόλο που τα χείλη της έδειχναν να χαμογελάνε ενθαρρυντικά, τα θλιμμένα μάτια της ήταν βουρκωμένα. Με φόντο ένα παλιό και κακοδιατηρημένο σπιτάκι χωμένο σε μια ζούγκλα από αγριόχορτα, το θέαμα που παρουσίαζε ήταν το λιγότερο αποκαρδιωτικό.
«Αυτό, λοιπόν, σημαίνει κρίση», μονολόγησε η σκούπα πίσω μου.
«Θα κάνω τα πάντα για να της τονώσω την ψυχολογία», υποσχέθηκε η βιβλιοθήκη.
«Η αγκαλιά μου θα είναι πάντα ανοιχτή για κείνη», ψιθύρισε το κρεβάτι.
«Θα ξεπλύνω κάθε δάκρυ της», είπε το πλυντήριο.
«Θα δώσω όση νοστιμιά μπορώ στη ζωή της», υποστήριξε η κουζίνα.
«Θα χτίσω μαζί της καινούρια όνειρα», αποφάσισε ο καναπές.
«Κι εγώ θα της κάνω το μόνο δώρο που μπορώ», δήλωσε μετανιωμένα η τηλεόραση. «Θα την απαλλάξω από την πλανερή παρουσία μου». Και, πριν κανείς μας προλάβει να συνειδητοποιήσει τις προθέσεις της, πήδησε στο δρόμο και έγινε κομμάτια…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου